τομογραφία

τομογραφία
η
ακτινογραφία ενός μόνο εσωτερικού επιπέδου του σώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τομογραφία — Ακτινολογική τεχνική με την οποία εξασφαλίζουμε την ακτινογραφική εικόνα ενός λεπτού στρώματος του σώματος του ατόμου που εξετάζουμε. Για να την κατορθώσουμε μετατοπίζουμε ταυτόχρονα την πηγή των ακτίνων και την πλάκα γύρω από ένα νοητό άξονα που …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • μυελογραφία — Ακτινολογική εξέταση. Γίνεται μια ένεση στο σπονδυλικό σωλήνα με μια σκιαγραφική ουσία, η οποία κάνει να φαίνονται ο νωτιαίος μυελός, τα νεύρα και οι ιστοί που υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιούνταν άλλοτε για τη διάγνωση… …   Dictionary of Greek

  • τομογράφος — ο, Ν η συσκευή με την οποία γίνεται τομογραφία (α. «αξονικός τομογράφος» β. «μαγνητικός τομογράφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tomograph < τόμος /τομή + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • υπερηχοτομογραφία — η, Ν ιατρ. νέα διαγνωστική μέθοδος απεικόνισης τών ιστών τού σώματος, στην οποία, αντί ιοντίζουσας ακτινοβολίας, χρησιμοποιούνται υπέρηχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + τομογραφία] …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

  • Κόρμακ, Άλαν — (Allan Cormack, Γιοχάνεσμπουργκ 1924 – 1998). Αμερικανός φυσικός, νοτιοαφρικανικής καταγωγής. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ της Αγγλίας. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Νικορέντζος, Δημήτριος — (Κωνστάντζα Ρουμανίας 1944 –). Φυσικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Είναι μέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”